- διαστρέψει
- διαστρέφωturn different waysaor subj act 3rd sg (epic)διαστρέφωturn different waysfut ind mid 2nd sgδιαστρέφωturn different waysfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαστρέφω — διάστρεψα και διέστρεψα, διαστράφηκα, διαστραμμένος και διεστραμμένος, μτφ. 1. διαστρεβλώνω, παραμορφώνω: Πάντα διαστρέφει τα γεγονότα με τη φαντασία του. 2. διαφθείρω: Η παρέα μαζί του θα σε διαστρέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)